αντικριστό

αντικριστό
karşılıklı, karşı karşıya

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αντικριστός — ή, ό επίρρ. ά καρσιλαμάς, χορός που χορεύεται από ζευγάρια, τα οποία αντικρίζουν το ένα το άλλο: Χόρεψαν πολλούς χορούς, ανάμεσα σ αυτούς κι αντικριστό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”